-
1 σολοικίζω
A- ιῶ A.D.Synt.199.14
:— speak or write incorrectly, commit a solecism, φωνῇ Σκυθικῇ ς. speak bad Scythian, Hdt.4.117;σ. τῇ φωνῇ D.45.30
, cf. Arist.SE 173b20, Rh. 1407b18; defined as τῇ λέξει βαρβαρίζειν, Id.SE 165b20; coupled with βαρβαρίζειν, Phld.Rh.1.154 S., Plu.2.59f.2 to be guilty of an absurdity,σ. ἐν δόξαις Epicur.Nat.14.9
, cf. 10; περὶ σολοικιζόντων λόγων, title of treatise by Chrysippus, Stoic.2.6.II err against good manners or propriety in any way (in speech, thought, dress, eating, etc.), behave boorishly, Zeno Stoic.1.23;περί τι Plu.2.45e
;τῇ χειρί Philostr.VS 1.25.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σολοικίζω
См. также в других словарях:
κόρακος — κόρακος, ὁ (Α) 1. είδος εμπλάστρου 2. στον πληθ. οἱ κόρακοι σκυθική λέξη αντί φίλιοι δαίμονες («κοράκους καλεῑσθαι, τοῡτο δέ ἐστιν ἐν τῇ ἡμετέρᾳ φωνῇ ὥσπερ ἂν εἴ τις λέγοι, φίλιοι δαίμονες», Λουκιαν.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. παρ. < κοράξαι, παρ. ρ … Dictionary of Greek